ανεπιτήδειος

ανεπιτήδειος
[анэпитидиос] επ неумелый, неуклюжий.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανεπιτήδειος" в других словарях:

  • ἀνεπιτήδειος — unserviceable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεπιτήδειος — α, ο (Α ἀνεπιτήδειος, ον) ακατάλληλος νεοελλ. αδέξιος, ανίκανος αρχ. 1. επιβλαβής 2. μη ευνοϊκός, εχθρικός 3. δυσμενής, δυσοίωνος 4. ως ουσ. εχθρός, πολιτικός αντίπαλος 5. επίρρ. ανεπιτηδείως πράττω είμαι δυστυχισμένος, δυστυχώ …   Dictionary of Greek

  • ανεπιτήδειος — α, ο επίρρ. α ακατάλληλος, αδέξιος: Αποδείχτηκε ανεπιτήδειος για μια τέτοια δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεπιτηδειότερον — ἀνεπιτήδειος unserviceable adverbial comp ἀνεπιτήδειος unserviceable masc acc comp sg ἀνεπιτήδειος unserviceable neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιτηδειότατα — ἀνεπιτήδειος unserviceable adverbial superl ἀνεπιτήδειος unserviceable neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιτηδειότατον — ἀνεπιτήδειος unserviceable masc acc superl sg ἀνεπιτήδειος unserviceable neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιτηδείως — ἀνεπιτήδειος unserviceable adverbial ἀνεπιτήδειος unserviceable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιτήδειον — ἀνεπιτήδειος unserviceable masc/fem acc sg ἀνεπιτήδειος unserviceable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιτήδεον — ἀνεπιτήδειος unserviceable masc acc sg (ionic) ἀνεπιτήδειος unserviceable neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιτηδειοτάτοις — ἀνεπιτήδειος unserviceable masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιτηδειότατοι — ἀνεπιτήδειος unserviceable masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»